- αφομοιώσιμο(ν)
- τό1) возможность ассимиляции, усвоения; усвояемость; 2) возможность быть освоенным, усвоенным (о знании)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μεταβολίτης — Όρος που αφορά οποιαδήποτε ουσία αποτελεί μέρος μιας χημικής διαδικασίας στο σώμα. * * * ο βιολ. 1. κάθε ουσία που παίζει ρόλο στον μεταβολισμό και ειδικότερα το προϊόν μετασχηματισμού ενός οργανικού σώματος μέσα στο κύτταρο, στον ιστό ή στο… … Dictionary of Greek